- κομπλιμεντάρισμα
- το, -ατος(λ. ιταλ.), φιλοφρόνηση, κολακεία, καλόπιασμα: Του αρέσουν τα κομπλιμενταρίσματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κομπλιμεντάρισμα — το [κομπλιμεντάρω] φιλοφρόνηση, φιλοφρονητική συμπεριφορά … Dictionary of Greek